στένομαι

στένομαι
στένω
moan
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοντοστένομαι — (Μ) κοντοστέκω, σταματώ για λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + στένομαι «στέκω»] …   Dictionary of Greek

  • ξαναστένομαι — εξίσταμαι, αναστατώνομαι, γίνομαι εκτός εαυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανά + στένομαι «σηκώνομαι, εξίσταμαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”